πάνσοφος

πάνσοφος
η , ο [ος , ον ] много знающий, мудрый, мудрейший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πάνσοφος" в других словарях:

  • πάνσοφος — most clever masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνσοφος — η, ο / πάνσοφος, ον, Α και πάσσοφος, ον, ΝΜΑ αυτός που γνωρίζει τα πάντα παντογνώστης («πάσσοφος γὰρ μοι δοκεῑ ἀνήρ εἶναι καὶ θεῑος», Πλατ.) νεοελλ. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πάνσοφος μία από τις προσωνυμίες τού Θεού. Επιρρ. πανσόφως και πάνσοφα… …   Dictionary of Greek

  • πάνσοφος — η, ο αυτός που γνωρίζει τα πάντα, ο σοφότατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανσοφώτατον — πάνσοφος most clever masc acc superl sg πάνσοφος most clever neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσόφως — πάνσοφος most clever adverbial πάνσοφος most clever masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνσοφον — πάνσοφος most clever masc/fem acc sg πάνσοφος most clever neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσσοφον — πάνσοφος most clever masc/fem acc sg πάνσοφος most clever neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσόφοις — πάνσοφος most clever masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσόφου — πάνσοφος most clever masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσόφους — πάνσοφος most clever masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσόφων — πάνσοφος most clever masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»